- τζουτζές
- ο1) карлик; 2) перен. балагур; шутник; 3) шут (неодобр.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζουτζές — ο, Ν 1. πολύ μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος 2. γελωτοποιός, γελοίο πρόσωπο, κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuce] … Dictionary of Greek
τζουτζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.) 1. νάνος. 2. γελοίο πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσουτσές — ο, Ν βλ. τζουτζές … Dictionary of Greek
τσουτσές — ο βλ. τζουτζές, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)